Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης
Στόχος τής έρευνας είναι να μελετηθούν οι συλλογικές εκφράσεις και πρακτικές οι οποίες αναπτύσσονται στη μετεμφυλιακή Ελλάδα (1949-1967), οι Λόγοι που παράγουν συλλογικά δρώντες φορείς σε μια πολλαπλότητα επιπέδων (πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό, κ.λπ.). Δεδομένου του μεγάλου αριθμού των σχετικών πρωτοβουλιών, η έρευνα εστιάζει σ' εκείνα τα συλλογικά μορφώματα (οργανώσεις, σύλλογοι, ενώσεις, κ.λπ.) που εκφράζονται και παρεμβαίνουν στον δημόσιο διάλογο μέσω έντυπων μέσων. Η μελέτη τού σχετικού υλικού, η συστηματική χαρτογράφηση και καταγραφή του, επιτρέπει να ιχνηλατηθεί η δυναμική που αναπτύσσεται «από τα κάτω» σε επίπεδο κοινωνίας και, κατ' επέκταση, να ελεγχθούν ορισμένες γενικότερες υποθέσεις εργασίας σχετικά με την περίοδο. Παρέχεται δε, επιπλέον, η δυνατότητα ώστε να διατυπωθούν νέες ερμηνείες και κατευθύνσεις έρευνας, συμβάλλοντας έτσι περαιτέρω στην επιστημονική συζήτηση και κοινωνική αυτογνωσία.
Το εγχώριο μετεμφυλιακό κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό σύστημα, με τις πολύπτυχες εκφάνσεις του, έχει αποτελέσει -και αποτελεί- αντικείμενο συστηματικής ανάλυσης σε σημαντικό αριθμό εργασιών. Ενδεικτικά μπορεί να καταγραφεί η εξής σχετική βιβλιογραφία:
Οι μελέτες αυτές, παρά την πολυμέρειά τους, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ως επί το πλείστον αναφέρονται σε κεντρικούς πολιτικούς θεσμούς (κόμματα, κυβέρνηση, κ.λπ.), στις κορυφές τής θεσμικής έκφρασης και οργάνωσης του μετεμφυλιακού κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Με εξαίρεση, δηλαδή, εργασίες όπως αυτήν της Ε. Αβδελά (Δια λόγους τιμής. Βία συναισθήματα και αξίες στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, Αθήνα 2002), η οποία επικεντρώνεται στην άσκηση διαπροσωπικής βίας από άτομα τα οποία επικαλούνται «λόγους τιμής» για να δικαιολογήσουν την πράξη τους, εκείνη της Κ. Σαιν Μαρτέν (Λαμπράκηδες. Ιστορία μιας γενιάς, Αθήνα 1983), η οποία μελετά τους όρους συγκρότησης και δραστηριοποίησης της μαζικότερης νεανικής οργάνωσης των μετεμφυλιακών χρόνων, καθώς και αυτήν τού Α. Λεντάκη (Παρακρατικές οργανώσεις και 21η Απριλίου, Αθήνα 1975), η οποία αναφέρεται σε συλλογικές οργανώσεις που κινούνται εκτός τού κεντρικού θεσμικού πλαισίου, δεν υπάρχουν μελέτες οι οποίες να χαρτογραφούν τις κοινωνικές διεργασίες και δυναμικές οι οποίες αναπτύσσονται «από τα κάτω», να διερευνούν συλλογικές οργανώσεις και πρακτικές που αναλαμβάνουν τα άτομα και συλλογικά δρώντες φορείς σε μια πλειάδα περιοχών ενδιαφέροντος (πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό, κ.λπ.).
Το προτεινόμενο ερευνητικό πρόγραμμα αποσκοπεί στο να συμβάλλει έτσι ώστε να καλυφθεί όσο το δυνατόν περισσότερο το συγκεκριμένο κενό. Στο πλαίσιό του, εν προκειμένω, επιδιώκεται να χαρτογραφηθούν οι διάφορες συλλογικές εκφράσεις που αναπτύσσονται κατά τη χρονική περίοδο αναφοράς, καθώς και να μελετηθούν οι συγκεκριμένες μορφές οργάνωσης στις οποίες προβαίνουν τα άτομα προκειμένου να προωθήσουν τις ιδιαίτερες στοχεύσεις τους και να παρέμβουν στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα. Πρόκειται για διαδικασίες οι οποίες αναμφίβολα είναι δηλωτικές των γενικότερων μετεμφυλιακών συνθηκών, καθώς επίσης και των δυναμικών που αναπτύσσονταν στην ελληνική κοινωνία και πολιτεία.
Όπως μπορεί να γίνει κατανοητό, η μελέτη των συλλογικών μορφωμάτων (οργανώσεις, σύλλογοι, ενώσεις, κ.λπ.) που δημιουργούνται και αναλαμβάνουν δράση μετεμφυλιακά αποτελεί έργο που δύσκολα μπορεί να αναληφθεί και, πολύ περισσότερο, ευοδωθεί στο πλαίσιο ενός ερευνητικού προγράμματος. Στο να αντιμετωπιστεί η δεδομένη δυσκολία, προτείνεται μια μεθοδολογική αρχή έρευνας η οποία έγκειται στη μελέτη των φορέων εκείνων που αναπτύσσουν εκδοτική δραστηριότητα. Η επιλογή αυτή, υπακούει στη γενικότερη φιλοσοφία τής έρευνας η οποία εντάσσεται στην ποιοτική, παρά ποσοτική ανάλυση του υφιστάμενου υλικού, καθώς διερευνά τους πλέον -λόγω της δημόσιας παρέμβασης στην οποία προβαίνουν- ενδεικτικούς και δραστήριους εκπροσώπους των συλλογικών μορφωμάτων. Το υφιστάμενο υλικό, με άλλα λόγια, που βρίσκεται διάσπαρτο σε διάφορα Ιδρύματα (Εθνική Βιβλιοθήκη, Α.Σ.Κ.Ι., Ε.Λ.Ι.Α., Γ.Σ.Ε.Ε., κ.λπ.) κατανέμεται σε περιοχές ενδιαφέροντος (οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό, κ.λπ.) και, εν συνεχεία, αναλύεται η οργανωτική, ιδεολογικοπολιτική και εν γένει κοινωνική ένταξη και ταυτότητα του κάθε συλλογικού υποκειμένου και ο Λόγος που παράγει: τα στοιχεία που τον συνθέτουν και συγκροτούν, οι πιθανές αντιφάσεις και ιδιαιτερότητές του.
Το εν λόγω ερευνητικό εγχείρημα συμβάλλει στην κοινωνική αυτογνωσία και επιστημονική γνώση τής εγχώριας μετεμφυλιακής περιόδου, καθώς συστηματοποιεί και αναλύει ένα διάσπαρτο υλικό που αναφέρεται σε κοινωνικές διεργασίες οι οποίες αναπτύσσονται «από τα κάτω», από συλλογικώς δρώντες φορείς. Η συστηματική καταγραφή και μελέτη τους, εκτός από τις προφανείς ευεργετικές επιδράσεις που θα έχει ως υποδομή για νεότερες εργασίες, παράλληλα συμβάλλει στο να κατανοηθεί η δυναμική τής μετεμφυλιακής ελληνικής κοινωνίας -με τις όποιες συνέχειες ή ρήξεις καταγράφονται στην πορεία τού ιστορικού χρόνου-, να διαγνωσθούν υπό ένα διαφορετικό πρίσμα οι επιλογές των κεντρικών θεσμικών παραγόντων -με την έννοια τής διαντίδρασης και αλληλοσυσχέτισης που καταγράφεται με την κοινωνία-, καθώς και να ελεγχθούν ορισμένες γενικότερες υποθέσεις και ερμηνείες που κατά καιρούς έχουν προταθεί για τις μεταπολεμικές εξελίξεις και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας.
Η ερευνητική ομάδα έχει αναπτύξει σταθερή, όσο και αμοιβαία επωφελή, συνεργασία με τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (Α.Σ.Κ.Ι.), καθώς και το Εθνικό & Λαογραφικό Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.), τα οποία παρέχουν σημαντικό τμήμα από το απαραίτητο πρωτογενές υλικό για τη μελέτη των ποικίλλων οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Τέλος, σταθερή συνεργασία έχει αναπτυχθεί με το Εργαστήριο Ελληνικής Πολιτικής τού Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και με το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών (Π.Μ.Σ.) τού ίδιου Τμήματος, στο πλαίσιο του οποίου η ερευνητική ομάδα κατά το ακαδημαϊκό έτος 2005 θα αναπτύξει τα πορίσματα και τις ερευνητικές κατευθύνσεις της υπό τη μορφή σεμιναριακού μαθήματος.